δυσπάρθενος

δυσπάρθενος
δυσπάρθενος, η (Α)
δύστυχη κόρη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δυσπάρθενος — a virgin to her cost masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπάρθενον — δυσπάρθενος a virgin to her cost masc/fem acc sg δυσπάρθενος a virgin to her cost neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπάρθενε — δυσπάρθενος a virgin to her cost masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”